αγοράκι

αγοράκι
το [αγόρι]
1. μικρό αγόρι
2. συνήθως θωπευτικά από τη μητέρα στο παιδί της ή από την ερωμένη στον εραστή της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Άουτκολτ, Ρίτσαρντ Φέλτον — (Richard Felton Outcault, Λάνκαστερ, Οχάιο 1863 – 1928). Αμερικανός δημοσιογράφος και σχεδιαστής κόμικς, ο θεωρούμενος πατέρας του κόμικ στριπ. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • αγορίνα — η 1. το αγοροκόριτσο* 2. (θωπευτικά) το αγοράκι* …   Dictionary of Greek

  • αγορόπουλο — το το αγοράκι* …   Dictionary of Greek

  • αγώρα — αγωράκι, αγώρι βλ. αγόρα, αγοράκι, αγόρι κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κορίσκος — κορίσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κόρος) 1. αγοράκι 2. ως κύριο όν. Κορίσκος (για δήλωση ενός υποτιθέμενου προσώπου) ο τάδε, ο δείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (ΙΙ) «αγόρι» + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • Ποντάνο, Τζοβάννι — (Pontano, Τσερέτο, Περούτζια 1426 – Νάπολη 1503). Ιταλός ουμανιστής. Από το 1447 ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάνδου της Aραγονίας, ανέλαβε πολλά καθήκοντα στην αυλή της Νάπολης και το 1487 έγινε πρωθυπουργός. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε,… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • δίχρονος — η, ο 1. (γραμμ.), φωνήεν άλλοτε μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο. 2. αυτός που γίνεται σε δύο χρόνους: Δίχρονη μηχανή. 3. αυτός που έχει ηλικία δύο χρόνων ή διαρκεί δύο χρόνια: Έχουν ένα δίχρονο αγοράκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονόσπερμα — το παιδί ιδιαίτερα ζωηρό και ανυπάκουο: Έχει ένα αγοράκι σωστό δαιμονόσπερμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλημερούδια — επιφ., καλημέρα: Καλημερούδια σου, μικρό μου αγοράκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”